ίγγλα

ίγγλα
και ίγλα, ἡ (Μ ἴγγλα)
ζώνη ή ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίγγλα < λατ. cingula ή cingulum «ζώνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιγγλώνω — (Μ) [ίγγλα] τοποθετώ ίγγλα στο υποζύγιο …   Dictionary of Greek

  • νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”